γλωσσότμητος

γλωσσότμητος
γλωσσότμητος, -ον (ΑΜ)
εκείνος τού οποίου έχουν κόψει τη γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + -τμητος < τέμνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γλωσσότμητος — with the tongue cut out masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλωσσότμητον — γλωσσότμητος with the tongue cut out masc/fem acc sg γλωσσότμητος with the tongue cut out neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • ԼԵԶՈՒԱՀԱՏ — ( ) NBH 1 0882 Chronological Sequence: Unknown date ա.մ. γλωσσότμητος cui lingua praecisa est. հատեալ լեզուաւ. Լեզուն կտրած. ... *Աստուած մեր անյաղթ է, որպէս տեսեր եւ զիս անարժանս լեզուահատ խօսելով. ՃՃ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԼԵԶՈՒԱՏ — (ի, աց.) NBH 1 0882 Chronological Sequence: Early classical, 13c ա. γλωσσότμητος . Լեզուահատ ʼի բնէ. որոյ լեզուն է կտրեալ կամ պակասաւոր. ... *Ըզբեկն կամ զլեզուատ մի՛ մատուցանիցեն զայն տեառն. Ղեւտ. ՟Ի՟Բ. 22: *Ի գնչու եւ ʼի լեզուատ մարդկանէ. Վրդն.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”